λατόμι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | λατόμι | τα | λατόμια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | λατόμι | τα | λατόμια |
κλητική | λατόμι | λατόμια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
λατόμι ουδέτερο
- (λαϊκότροπο) άλλη μορφή του λατομείο
Μεταφράσεις επεξεργασία
λατόμι
→ δείτε τη λέξη λατομείο |