λασπουριά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | λασπουριά | οι | λασπουριές |
γενική | της | λασπουριάς | των | λασπουριών |
αιτιατική | τη | λασπουριά | τις | λασπουριές |
κλητική | λασπουριά | λασπουριές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
λασπουριά θηλυκό
- μεγάλη ποσότητα λάσπης σε κάποιο σημείο
- λασπότοπος
Μεταφράσεις επεξεργασία
λασπουριά
|