Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λασπουριά οι λασπουριές
      γενική της λασπουριάς των λασπουριών
    αιτιατική τη λασπουριά τις λασπουριές
     κλητική λασπουριά λασπουριές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

λασπουριά < λάσπη + -ουριά

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λασπουριά θηλυκό

  1. μεγάλη ποσότητα λάσπης σε κάποιο σημείο
  2. λασπότοπος

  Μεταφράσεις επεξεργασία