↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο λασπολόγος οι λασπολόγοι
      γενική του λασπολόγου των λασπολόγων
    αιτιατική τον λασπολόγο τους λασπολόγους
     κλητική λασπολόγε λασπολόγοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λασπολόγος < λάσπη (συκοφαντία) + -λόγος

  Επίθετο

επεξεργασία

λασπολόγος, -α, -ο

  1. σχετικός με την εκτόξευση συκοφαντιών εναντίον κάποιου

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

λασπολόγος αρσενικό

  1. αυτός που εκτοξεύει συκοφαντίες εναντίον κάποιου

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία