λαπαλισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- λαπαλισμός < γαλλική lapalissade < vérités de La Palisse < από ποίημα που αναφερόταν στον Jacques II de Chabannes de La Palice
Ουσιαστικό επεξεργασία
λαπαλισμός αρσενικό
- → δείτε τη λέξη λαπαλισάδα