Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λαπαλισάδα οι λαπαλισάδες
      γενική της λαπαλισάδας των λαπαλισάδων
    αιτιατική τη λαπαλισάδα τις λαπαλισάδες
     κλητική λαπαλισάδα λαπαλισάδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

λαπαλισάδα < γαλλική lapalissade < vérités de La Palisse < από ποίημα που αναφερόταν στον Jacques II de Chabannes de La Palice

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λαπαλισάδα θηλυκό

  • η ταυτολογία, κάτι προφανές, αυτονόητο, που διαπιστώνεται με στόμφο
    ※  Αυτό ονομάστηκε «λαπαλισμός» ή «λαπαλισάδα» (Lapalissade), που δεν σημαίνει τίποτε άλλο παρά μια βεβαίωση, κατάφαση, μια ταυτολογία ή βλακώδη σκέψη, με την οποίαν εκφράζεται κάτι προφανές, μια κοινοτοπία, που όμως συνήθως εντυπωσιάζει και χωρίς απαραίτητα να την καταλαβαίνεις. Αλλως, «την ηλιθίας εναργείας αλήθειαν»! Ιδού, λοιπόν, μερικοί λαπαλισμοί που ακούστηκαν κατά καιρούς: Πριν να κοιμηθώ, ήμουν ξύπνιος. Ο νικητής επωμίζεται τη νίκη. Μερικοί είναι μεγάλοι, άλλοι όχι. Όσο πιο αργό είναι το πλοίο, τόσο πιο αργά ταξιδεύει.... (Γ. Α. Κουρμούσης, Πες και συ έναν λαπαλισμό, μπορείς, γράμματα αναγνωστών, εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 13.06.2019 [1])
    ※  Επιπλέον, τα ρητά αυτά μου φαίνεται πως δεν στέκουν με τη λογική -διότι, για να φερθεί κανείς αχάριστα, πρέπει υποχρεωτικά να έχει ευεργετηθεί. Αν σε κάποιον δεν έχουμε κάνει καλό, δεν μπορεί να μας φερθεί αχάριστα· μπορεί να μας φερθεί άσχημα, σκληρά, άπρεπα, βάναυσα, αλλά όχι αχάριστα. Οπότε, αφού μόνο οι ευεργετηθέντες μπορούν να είναι αχάριστοι, το «ουδείς αχαριστότερος του ευεργετηθέντος» μου φαίνεται πως είναι μια μνημειώδης λαπαλισάδα, μια κοινοτοπία δηλαδή, που δεν θα την έλεγε ο Καλλίμαχος. (Ο ασφαλέστερος εχθρός, η αχαριστία και ο Ελ. Βενιζέλος, agonaskritis.gr, 20/01/2017 [2])

  Μεταφράσεις επεξεργασία