Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η λακτόζη
      γενική της λακτόζης
    αιτιατική τη λακτόζη
     κλητική λακτόζη
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

λακτόζη < lactose < saccharum lactis (lactis, γενική το lac το γάλα στα λατινικά)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λακτόζη ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία