↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λαιμουδιά οι λαιμουδιές
      γενική της λαιμουδιάς των λαιμουδιών
    αιτιατική τη λαιμουδιά τις λαιμουδιές
     κλητική λαιμουδιά λαιμουδιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λαιμουδιά < λαιμός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

λαιμουδιά θηλυκό

  1. λαιμόκοψη ρούχου
  2. λαιμόκοψη ως ξεχωριστό κολάρο για το κρύο• είδος κασκόλ

  Μεταφράσεις

επεξεργασία