↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λαιμόκοψη οι λαιμοκόψεις
      γενική της λαιμόκοψης* των λαιμοκόψεων
    αιτιατική τη λαιμόκοψη τις λαιμοκόψεις
     κλητική λαιμόκοψη λαιμοκόψεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, λαιμοκόψεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λαιμόκοψη < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

λαιμόκοψη θηλυκό

  1. άνοιγμα σε ρούχο το οποίο βρίσκεται στο σημείο του λαιμού ή λίγο πιο κάτω
    πλεκτά με στρογγυλή λαιμόκοψη
    για τη λαιμόκοψη καλό είναι να χρησιμοποιήσετε πλέξη λάστιχο
  2. χειμωνιάτικο κολάρο, σκέτη μία λαιμόκοψη ως κασκόλ-μανίκι

  Μεταφράσεις

επεξεργασία