λαθρομετανάστρια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λαθρομετανάστρια < λαθρομετανάστης + -τρια < λαθρο- + μετανάστρια
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλαθρομετανάστρια θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία λαθρομετανάστρια
|
λαθρομετανάστρια θηλυκό
|