λαθροδιακίνηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | λαθροδιακίνηση | οι | λαθροδιακινήσεις |
γενική | της | λαθροδιακίνησης | των | λαθροδιακινήσεων |
αιτιατική | τη | λαθροδιακίνηση | τις | λαθροδιακινήσεις |
κλητική | λαθροδιακίνηση | λαθροδιακινήσεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /la.θɾo.ði̯aˈci.ni.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λα‐θρο‐δι‐α‐κί‐νη‐ση
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλαθροδιακίνηση θηλυκό
- (νεολογισμός) η λαθραία διακίνηση
- ※ Η πρακτική των διακινητών ήρθε στο φως τις τελευταίες εβδομάδες, με αφορμή ορισμένες φαινομενικά ανεξάρτητες μεταξύ τους υποθέσεις λαθροδιακίνησης στη Βόρεια Ελλάδα. (Γιάννης Σουλιώτης, Διακινούσαν μετανάστες με στόλο 232 Ι.Χ., Η Καθημερινή, 25 Οκτωβρίου 2020)
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία λαθροδιακίνηση
|
Πηγές
επεξεργασία- Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr