λαθρεπιβάτιδα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λαθρεπιβάτιδα < λαθρεπιβάτης + κατάληξη θηλυκού -ιδα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλαθρεπιβάτιδα θηλυκό
- θηλυκό του λαθρεπιβάτης
Μεταφράσεις
επεξεργασία λαθρεπιβάτιδα
|
λαθρεπιβάτιδα θηλυκό
|