↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λαδόψωμο τα λαδόψωμα
      γενική του λαδόψωμου των λαδόψωμων
    αιτιατική το λαδόψωμο τα λαδόψωμα
     κλητική λαδόψωμο λαδόψωμα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λαδόψωμο < λάδ(ι) + -ό- + -ψωμο • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

λαδόψωμο ουδέτερο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία