Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λέρα οι λέρες
      γενική της λέρας
    αιτιατική τη λέρα τις λέρες
     κλητική λέρα λέρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

λέρα < μεσαιωνική ελληνική λέρα < λερός < αρχαία ελληνική ὀλερός

  Ουσιαστικό

λέρα θηλυκό

  1. η βρομιά
  2. ο λεκές
  3. ο παλιάνθρωπος

Συγγενικά

  Μεταφράσεις