λέρα
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | λέρα | οι | λέρες |
γενική | της | λέρας | — | |
αιτιατική | τη | λέρα | τις | λέρες |
κλητική | λέρα | λέρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- λέρα < μεσαιωνική ελληνική λέρα < λερός < αρχαία ελληνική ὀλερός
Ουσιαστικό
λέρα θηλυκό
- η βρομιά
- ο λεκές
- ο παλιάνθρωπος
Συγγενικά
Μεταφράσεις
λέρα
→ δείτε τις λέξεις βρομιά, λεκές και παλιάνθρωπος |