Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κωμικότητα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
κωμικότητ
α
οι
κωμικότητ
ες
γενική
της
κωμικότητ
ας
των
κωμικοτήτ
ων
αιτιατική
την
κωμικότητ
α
τις
κωμικότητ
ες
κλητική
κωμικότητ
α
κωμικότητ
ες
Κατηγορία
όπως «
σάλπιγγα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
κωμικότητα
<
κωμικός
+
-ότητα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κωμικότητα
θηλυκό
το να είναι κάποιος ή κάτι
κωμικό(ς)
, η
ιδιότητα
του
κωμικού
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κωμικότητα
αγγλικά
:
comicality
(en)
πολωνικά
:
komiczność
(pl)