κωθώνιον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | κωθώνιον | τὰ | κωθώνιᾰ |
γενική | τοῦ | κωθωνίου | τῶν | κωθωνίων |
δοτική | τῷ | κωθωνίῳ | τοῖς | κωθωνίοις |
αιτιατική | τὸ | κωθώνιον | τὰ | κωθώνιᾰ |
κλητική ὦ! | κωθώνιον | κωθώνιᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κωθωνίω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | κωθωνίοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κωθώνιον < κώθων + υποκοριστικό επίθημα -ιον
Ουσιαστικό
επεξεργασίακωθώνιον ουδέτερο
- υποκοριστικό του κώθων
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- κωθώνιον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.