Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κυτταρόλυμα τα κυτταρολύματα
      γενική του κυτταρολύματος των κυτταρολυμάτων
    αιτιατική το κυτταρόλυμα τα κυτταρολύματα
     κλητική κυτταρόλυμα κυτταρολύματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κυτταρόλυμα < κύτταρο + λύμα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κυτταρόλυμα ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία