κυτταρόλυμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
κυτταρόλυμα ουδέτερο
- (βιολογία): το διαλυτό μέρος του κυτοπλάσματος που δεν είναι ιξώδες, περιλαμβανομένων και των διαλυμένων ουσιών.
Μεταφράσεις επεξεργασία
κυτταρόλυμα
|