Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κυρτότης αἱ κυρτότητες
      γενική τῆς κυρτότητος τῶν κυρτοτήτων
      δοτική τῇ κυρτότητ ταῖς κυρτότησ(ν)
    αιτιατική τὴν κυρτότητ τὰς κυρτότητᾰς
     κλητική ! κυρτότης κυρτότητες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κυρτότητε
γεν-δοτ τοῖν  κυρτοτήτοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κυρτότης < κυρτό(ς) + -της

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κυρτότης, -ητος θηλυκό

  1. η κυρτότητα
  2.  αντώνυμα: κοιλότης
  3. το καμπούριασμα

  Πηγές επεξεργασία