Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κυπροκούδουνο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
κυπροκούδουν
ο
τα
κυπροκούδουν
α
γενική
του
κυπροκούδουν
ου
των
κυπροκούδουν
ων
αιτιατική
το
κυπροκούδουν
ο
τα
κυπροκούδουν
α
κλητική
κυπροκούδουν
ο
κυπροκούδουν
α
Κατηγορία
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
κυπροκούδουνο
<
κυπρί
+
-ο-
+
κουδούνι
+
-ο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κυπροκούδουνο
ουδέτερο
το
κυπρί
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κυπροκούδουνο
→
δείτε
τη λέξη
κυπρί