καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κυλίνδρωσις αἱ κυλινδρώσεις
      γενική τῆς κυλινδρώσεως τῶν κυλινδρώσεων
      δοτική τῇ κυλινδρώσει ταῖς κυλινδρώσεσι(ν)
    αιτιατική τὴν κυλίνδρωσιν τὰς κυλινδρώσεις
     κλητική ! κυλίνδρωσι κυλινδρώσεις
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κυλίνδρωσις, ήδη το 1888 [1] < ελληνιστική κοινή κυλινδρόω / κυλινδρῶ + -σις

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κυλίνδρωσις, -εως θηλυκό

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. σελ. 581, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου