κυδωνέα
Ετυμολογία
επεξεργασία- κυδωνέα < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή κυδωνέα. Μορφολογικά αναλύεται σε κυδών(ιον) + -έα.
Ουσιαστικό
επεξεργασίακυδωνέα θηλυκό
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- κυδωνέα - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | κυδωνέᾱ | αἱ | κυδωνέαι | ||||
γενική | τῆς | κυδωνέᾱς | τῶν | κυδωνεῶν | ||||
δοτική | τῇ | κυδωνέᾳ | ταῖς | κυδωνέαις | ||||
αιτιατική | τὴν | κυδωνέᾱν | τὰς | κυδωνέᾱς | ||||
κλητική ὦ! | κυδωνέᾱ | κυδωνέαι | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κυδωνέᾱ | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | κυδωνέαιν | ||||||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'φαρέτρα' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίακυδωνέα, -ας θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
- (δέντρο) η κυδωνιά (και στην καθαρεύουσα)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- κυδωνέα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.