Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κυδωνέα < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή κυδωνέα. Μορφολογικά αναλύεται σε κυδών(ιον) + -έα.

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κυδωνέα θηλυκό

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κυδωνέ αἱ κυδωνέαι
      γενική τῆς κυδωνέᾱς τῶν κυδωνεῶν
      δοτική τῇ κυδωνέ ταῖς κυδωνέαις
    αιτιατική τὴν κυδωνέᾱν τὰς κυδωνέᾱς
     κλητική ! κυδωνέ κυδωνέαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κυδωνέ
γεν-δοτ τοῖν  κυδωνέαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'φαρέτρα' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κυδωνέα < κυδων- + -έα < κυδώνιον < κυδώνιος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κυδωνέα, -ας θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία