κυδωνιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κυδωνιά | οι | κυδωνιές |
γενική | της | κυδωνιάς | των | κυδωνιών |
αιτιατική | την | κυδωνιά | τις | κυδωνιές |
κλητική | κυδωνιά | κυδωνιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |

Ετυμολογία
επεξεργασία
- κυδωνιά < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή κυδωνία, κυδωνέα[1]
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ci.ðoˈɲa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κυ‐δω‐νιά
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κυδωνιά θηλυκό
- (δέντρο) φυλλοβόλο δέντρο (του είδους Cydonia oblonga), με άσπρα ή ροζ άνθη, που κατάγεται από την Ασία και παράγει κίτρινους καρπούς (κυδώνια) οι οποίοι μοιάζουν στο σχήμα με το αχλάδι
Συγγενικά
επεξεργασία- Κυδωνιά (τοπωνύμιο)
Δείτε επίσης
επεξεργασία-
κυδωνιά στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ κυδωνιά - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας