Δείτε επίσης: Κυδωνιά
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κυδωνιά οι κυδωνιές
      γενική της κυδωνιάς των κυδωνιών
    αιτιατική την κυδωνιά τις κυδωνιές
     κλητική κυδωνιά κυδωνιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Μία κυδωνιά.

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

κυδωνιά θηλυκό

  • (δέντρο) φυλλοβόλο δέντρο (του είδους Cydonia oblonga), με άσπρα ή ροζ άνθη, που κατάγεται από την Ασία και παράγει κίτρινους καρπούς (κυδώνια) οι οποίοι μοιάζουν στο σχήμα με το αχλάδι

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία