κτηνοβάτρια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κτηνοβάτρια < κτηνοβάτης + κατάληξη θηλυκού -τρια
Ουσιαστικό επεξεργασία
κτηνοβάτρια θηλυκό
- θηλυκό του κτηνοβάτης, άλλη μορφή του κτηνοβάτισσα
Μεταφράσεις επεξεργασία
κτηνοβάτρια
|