Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κροκίδωση οι κροκιδώσεις
      γενική της κροκίδωσης* των κροκιδώσεων
    αιτιατική την κροκίδωση τις κροκιδώσεις
     κλητική κροκίδωση κροκιδώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, κροκιδώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κροκίδωση < κροκίδ(α) + -ωση • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κροκίδωση θηλυκό

  • (χημεία) ο σχηματισμός κροκίδων, η συσσωμάτωση σωματιδίων που βρίσκονται σε αιώρηση σε ένα διάλυμα σε κολλοειδή μορφή, με τη βοήθεια μέσου που επιδρά στην επιφανειακή τους τάση (κροκιδωτικό)

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία