Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κρεπομηχανή
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
κρεπομηχαν
ή
οι
κρεπομηχαν
ές
γενική
της
κρεπομηχαν
ής
των
κρεπομηχαν
ών
αιτιατική
την
κρεπομηχαν
ή
τις
κρεπομηχαν
ές
κλητική
κρεπομηχαν
ή
κρεπομηχαν
ές
Κατηγορία
όπως «
ψυχή
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
κρεπομηχανή
<
κρέπ(α)
+
-ο-
+
-μηχανή
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κρεπομηχανή
θηλυκό
(
σπάνιο
)
μηχανή
αρτοποιίας
που παρασκευάζει
κρέπες
και ζύμη για
πίτσες
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κρεπομηχανή