κρεμανταλού
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- κρεμανταλού < κρεμανταλάς + κατάληξη θηλυκού -ού
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
κρεμανταλού θηλυκό
- (λαϊκότροπο) θηλυκό του κρεμανταλάς
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
κρεμανταλού
|
κρεμανταλού θηλυκό
|