κρεμαγιέρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κρεμαγιέρα | οι | κρεμαγιέρες |
γενική | της | κρεμαγιέρας | — | |
αιτιατική | την | κρεμαγιέρα | τις | κρεμαγιέρες |
κλητική | κρεμαγιέρα | κρεμαγιέρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κρεμαγιέρα < γαλλική crémaillère
Ουσιαστικό
επεξεργασίακρεμαγιέρα θηλυκό
- ο μηχανισμός, το σύστημα με το οποίο στρίβουν οι τροχοί στα οχήματα
Μεταφράσεις
επεξεργασία κρεμαγιέρα
|