Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κρεδιτόρος οι κρεδιτόροι
      γενική του κρεδιτόρου των κρεδιτόρων
    αιτιατική τον κρεδιτόρο τους κρεδιτόρους
     κλητική κρεδιτόρε κρεδιτόροι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κρεδιτόρος < ιταλική creditore

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κρεδιτόρος αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία