κρεδιτόρος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
κρεδιτόρος αρσενικό
- (ιδιωματικό, παρωχημένο) πιστωτής, δανειστής
- ※ λοιπόν εις όλην την σούμαν πρετεντέρομεν τα διάφορα , και να μας σταλούν εις την κοινήν ημών καντζελλαρίαν, διά να τα δώσωμεν του κάθε κρεδιτόρου (Αρχείον της κοινότητος Ύδρας, 1778-1832: 1803-1806, Ιστορικόν Αρχείον Ύδρας, τύποις Εφημ. Σφαίρας, 1921)