κρατοκεντρισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κρατοκεντρισμός < κρατοκεντρικός + -ισμός
Ουσιαστικό
επεξεργασίακρατοκεντρισμός αρσενικό
- η κρατοκεντρική θεώρηση των πραγμάτων
Μεταφράσεις
επεξεργασία κρατοκεντρισμός
|
κρατοκεντρισμός αρσενικό
|