↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κούφισῐς αἱ κουφίσεις
      γενική τῆς κουφίσεως τῶν κουφίσεων
      δοτική τῇ κουφίσει ταῖς κουφίσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν κούφισῐν τὰς κουφίσεις
     κλητική ! κούφισῐ κουφίσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κουφίσει
γεν-δοτ τοῖν  κουφισέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κούφισις < κουφίζω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κούφισις, -εως θηλυκό

  • ανακούφιση, ελάφρυνση
    ※  5ος πκε αιώνας Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 7, 75.6
    καὶ μὴν ἡ ἄλλη αἰκία καὶ ἡ ἰσομοιρία τῶν κακῶν, ἔχουσά τινα ὅμως τὸ μετὰ πολλῶν κούφισιν, οὐδ᾽ ὣς ῥᾳδία ἐν τῷ παρόντι ἐδοξάζετο, ἄλλως τε καὶ ἀπὸ οἵας λαμπρότητος καὶ αὐχήματος τοῦ πρώτου ἐς οἵαν τελευτὴν καὶ ταπεινότητα ἀφῖκτο.
    Όλη τους η δυστυχία, παρόλον ότι ελαφρωνόταν ίσως από το γεγονός ότι ήταν κοινή για όλους, τους φαινόταν αβάσταχτη. Σκέπτονταν με πόση λαμπρότητα και πόση υπερηφάνεια είχαν αρχίσει, για να καταλήξουν σε τέτοιο αποτέλεσμα και σε τέτοια ταπείνωση.
    Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr

Συγγενικά

επεξεργασία