↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κούρμπα οι κούρμπες
      γενική της κούρμπας
    αιτιατική την κούρμπα τις κούρμπες
     κλητική κούρμπα κούρμπες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κούρμπα < λατινικά: curvus (la) (κυρτωμένος, κυρτός, καμπτός)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
κούρμπα θηλυκό
  • η καμπή, το κύρτωμα του τροχού, της καμάρας κ.α.

  Μεταφράσεις

επεξεργασία