Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κούρβα οι κούρβες
      γενική της κούρβας
    αιτιατική την κούρβα τις κούρβες
     κλητική κούρβα κούρβες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κούρβα < μεσαιωνική ελληνική κούρβα < σλαβικής προέλευσης курва < πρωτοσλαβική *kury < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kowr- (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κούρβα θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία