Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κουρμπαδόρος οι κουρμπαδόροι
      γενική του κουρμπαδόρου των κουρμπαδόρων
    αιτιατική τον κουρμπαδόρο τους κουρμπαδόρους
     κλητική κουρμπαδόρε κουρμπαδόροι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κουρμπαδόρος < κούρμπα + -αδόρος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κουρμπαδόρος αρσενικό

  1. εργαλείο συστροφής σωλήνων, συνηθέστερα χάλκινων, δημιουργώντας κούρμπα μέχρι και 180 μοιρών
  2. μεταλλική διάταξη πλάγια αντιτακτών ακίδων, όπου χειρωνακτικά επιχειρείται η συστροφή μεταλλικών βεργών ή ράβδων οικοδομής

Σημειώσεις επεξεργασία

  1. ο κουρμπαδόρος φέρεται ως εργαλείο συνηθέστερα των ψυκτικών.

  Μεταφράσεις επεξεργασία