Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κουρκούτης
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
κουρκούτ
ης
οι
κουρκούτ
ηδες
γενική
του
κουρκούτ
η
των
κουρκούτ
ηδων
αιτιατική
τον
κουρκούτ
η
τους
κουρκούτ
ηδες
κλητική
κουρκούτ
η
κουρκούτ
ηδες
Κατηγορία
όπως «
μανάβης
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
κουρκούτης
<
κουρκούτι
+
-ης
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κουρκούτης
αρσενικό
(
λαϊκότροπο
)
κουτός
,
ανόητος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κουρκούτης
→
δείτε
τις λέξεις
κουτός
και
ανόητος