κουναβάκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κουναβάκι | τα | κουναβάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | κουναβάκι | τα | κουναβάκια |
κλητική | κουναβάκι | κουναβάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κουναβάκι < κουνάβι + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό
επεξεργασίακουναβάκι ουδέτερο
- (θηλαστικό ζώο) υποκοριστικό του κουνάβι
Μεταφράσεις
επεξεργασία κουναβάκι
|