κουβερτούλα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κουβερτούλα | οι | κουβερτούλες |
γενική | της | κουβερτούλας | — | |
αιτιατική | την | κουβερτούλα | τις | κουβερτούλες |
κλητική | κουβερτούλα | κουβερτούλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κουβερτούλα < κουβέρτ(α) + υποκοριστικό επίθημα -ούλα
Ουσιαστικό
επεξεργασίακουβερτούλα θηλυκό
- υποκοριστικό του κουβέρτα: η μικρή ή η αγαπημένη κουβέρτα (σκέπασμα)
- ⮡ Μαμά, θέλω την κουβερτούλα μου!
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κουβερτούλα
→ δείτε τη λέξη κουβέρτα |