κοσμογνωσία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κοσμογνωσία | οι | κοσμογνωσίες |
γενική | της | κοσμογνωσίας | των | κοσμογνωσιών |
αιτιατική | την | κοσμογνωσία | τις | κοσμογνωσίες |
κλητική | κοσμογνωσία | κοσμογνωσίες | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία el
επεξεργασία- κοσμογνωσία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίακοσμογνωσίαθηλυκό
- (φυσική, αστροφυσική) σπουδή στην αστροφυσική και την αστρονομία
- η γνώση του κόσμου, των τόπων
Μεταφράσεις
επεξεργασία κοσμογνωσία
|