κορίαννον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | κορίαννον | τὰ | κορίαννᾰ |
γενική | τοῦ | κοριάννου | τῶν | κοριάννων |
δοτική | τῷ | κοριάννῳ | τοῖς | κοριάννοις |
αιτιατική | τὸ | κορίαννον | τὰ | κορίαννᾰ |
κλητική ὦ! | κορίαννον | κορίαννᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κοριάννω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | κοριάννοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κορίαννον < → λείπει η ετυμολογία
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ↷ λατινικά: coriandrum
Ουσιαστικό
επεξεργασίακορίαννον, -ου ουδέτερο
- (φυτό, βότανο) κολίανδρος (Coriandrum sativum)
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Ἱππῆς, στίχ. 682 (680-682)
- οἱ δ᾽ ὑπερεπῄνουν ὑπερεπύππαζόν τέ με | ἅπαντες οὕτως ὥστε τὴν βουλὴν ὅλην | ὀβολοῦ κοριάννοις ἀναλαβὼν ἐλήλυθα.
- Κι αυτοί να με υψώνουν ως τον ουρανό και να μ᾽ έχουν στα πούπουλα· | έτσι ολάκερη τη βουλή | με κόλιαντρα μιας δεκάρας την κατάχτησα, και νά με!
- Μετάφραση (2005): Ηλίας Σπυρόπουλος, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- οἱ δ᾽ ὑπερεπῄνουν ὑπερεπύππαζόν τέ με | ἅπαντες οὕτως ὥστε τὴν βουλὴν ὅλην | ὀβολοῦ κοριάννοις ἀναλαβὼν ἐλήλυθα.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Ἱππῆς, στίχ. 682 (680-682)
- (κόσμημα) γυναικείο κόσμημα
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- κορίαννον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κορίαννον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.