↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κοπτοραπτού οι κοπτοραπτούδες
      γενική της κοπτοραπτούς των κοπτοραπτούδων
    αιτιατική την κοπτοραπτού τις κοπτοραπτούδες
     κλητική κοπτοραπτού κοπτοραπτούδες
Κατηγορία όπως «αλεπού» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κοπτοραπτού < κοπτοράπτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ού

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κοπτοραπτού θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε κοπτοράπτης