Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κοπτοράπτρια οι κοπτοράπτριες
      γενική της κοπτοράπτριας των κοπτοραπτριών
    αιτιατική την κοπτοράπτρια τις κοπτοράπτριες
     κλητική κοπτοράπτρια κοπτοράπτριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κοπτοράπτρια < κοπτοράπτης + κατάληξη θηλυκού -τρια

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κοπτοράπτρια θηλυκό και κοπτοραπτού

  Μεταφράσεις επεξεργασία

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε κοπτοράπτης