κοπρώνας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | κοπρώνας | οι | κοπρώνες |
γενική | του | κοπρώνα | των | κοπρώνων |
αιτιατική | τον | κοπρώνα | τους | κοπρώνες |
κλητική | κοπρώνα | κοπρώνες | ||
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κοπρώνας < αρχαία ελληνική κοπρών < κόπρος
Ουσιαστικό επεξεργασία
κοπρώνας αρσενικό
Μεταφράσεις επεξεργασία
κοπρώνας
|