κοπανίδα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κοπανίδα < αρχαία ελληνική κόπανον
Ουσιαστικό επεξεργασία
κοπανίδα θηλυκό
- οικιακό χοντρό ξύλινο τηγανόσχημο εργαλείο με το οποίο οι γυναίκες κοπανούν τα ρούχα όταν τα πλένουν στις πλύστρες ή σε όχθες λιμνών ή ποταμών
- * "κόλπα με την κοπανίδα σου ΄καμα όταν σε είδα" (στίχος νησιώτικου τραγουδιού)
Μεταφράσεις επεξεργασία
κοπανίδα
|