Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κοπανίδα οι κοπανίδες
      γενική της κοπανίδας των κοπανίδων
    αιτιατική την κοπανίδα τις κοπανίδες
     κλητική κοπανίδα κοπανίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κοπανίδα < αρχαία ελληνική κόπανον

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κοπανίδα θηλυκό

* "κόλπα με την κοπανίδα σου ΄καμα όταν σε είδα" (στίχος νησιώτικου τραγουδιού)

  Μεταφράσεις επεξεργασία