Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κοντραπούντο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
κοντραπούντ
ο
τα
κοντραπούντ
α
γενική
του
κοντραπούντ
ου
των
κοντραπούντ
ων
αιτιατική
το
κοντραπούντ
ο
τα
κοντραπούντ
α
κλητική
κοντραπούντ
ο
κοντραπούντ
α
Κατηγορία
όπως «
πεύκο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
κοντραπούντο
< (
άμεσο δάνειο
)
ιταλική
contrappunto
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κοντραπούντο
ουδέτερο
(
μουσική
) η
αντίστιξη
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κοντραπούντο
→
δείτε
τη λέξη
αντίστιξη