κομματόσκυλο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κομματόσκυλο < κόμματ(ος) + -ό- + σκυλ(ί) + -ο[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ko.maˈto.sci.lo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κομ‐μα‐τό‐σκυ‐λο
Ουσιαστικό
επεξεργασίακομματόσκυλο ουδέτερο
- (πολιτική, μεταφορικά, μειωτικό) ο παθιασμένα μαχόμενος οπαδός κόμματος
Μεταφράσεις
επεξεργασία κομματόσκυλο
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ κομματόσκυλο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας