Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κομαντάντης οι κομαντάντηδες
      γενική του κομαντάντη των κομαντάντηδων
    αιτιατική τον κομαντάντη τους κομαντάντηδες
     κλητική κομαντάντη κομαντάντηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κομαντάντης < ιταλική comandante[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ko.manˈdan.dis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κο‐μα‐ντά‐ντης

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κομαντάντης αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • κομαντάντης - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)