Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φελούκα οι φελούκες
      γενική της φελούκας
    αιτιατική τη φελούκα τις φελούκες
     κλητική φελούκα φελούκες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Μια φελούκα στο Νείλο

  Ετυμολογία επεξεργασία

φελούκα < (άμεσο δάνειο) ιταλική feluca < γαλλική felouque < αραβική فلوكة (falūka, βάρκα) < ελληνιστική κοινή ἐφόλκιον (αντιδάνειο)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /feˈlu.ka/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φελούκα θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία