φελούκα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φελούκα | οι | φελούκες |
γενική | της | φελούκας | — | |
αιτιατική | τη | φελούκα | τις | φελούκες |
κλητική | φελούκα | φελούκες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- φελούκα < (άμεσο δάνειο) ιταλική feluca < γαλλική felouque < αραβική فلوكة (falūka, βάρκα) < ελληνιστική κοινή ἐφόλκιον (αντιδάνειο)
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαφελούκα θηλυκό
- (ναυτικός όρος) τύπος μικρού πλοιαρίου στη περιοχή της Μεσογείου, χαμηλού και άφρακτου (χωρίς κατάστρωμα) που κινιόταν με κουπιά και ιστία (πανιά), φέροντας τρία λατίνια και αρτέμονα. Τέτοια σκάφη διατηρήθηκαν στην Ελλάδα και μετά την Επανάσταση του 1821 και ιδιαίτερα στις Κυκλάδες.
Δείτε επίσης
επεξεργασία- φελούκα στη Βικιπαίδεια