κολόμπα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κολόμπα | οι | κολόμπες |
γενική | της | κολόμπας | των | κολόμπων |
αιτιατική | την | κολόμπα | τις | κολόμπες |
κλητική | κολόμπα | κολόμπες | ||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κολόμπα < (άμεσο δάνειο) ιταλική columbus (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Ουσιαστικό επεξεργασία
κολόμπα θηλυκό
- (ναυτικός όρος, ιδιωματισμός) η στήλη ιστού των ιστιοφόρων πλοίων (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
- ιδιωματικό (Κέρκυρα) το κομμένο δέντρο με τη ρίζα του (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
- (γαστρονομία) πασχαλινό τσουρέκι σε μορφή φραντζόλας (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Μεταφράσεις επεξεργασία
ναυτικός όρος
|