κολπόρροια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κολπόρροια < κόλπ(ος) + -ο- + -ρροια • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίακολπόρροια θηλυκό
- (ιατρική) ροή υγρών από τον κόλπο
Μεταφράσεις
επεξεργασία κολπόρροια
|