κολοκυθόσουπα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κολοκυθόσουπα | οι | κολοκυθόσουπες |
γενική | της | κολοκυθόσουπας | — | |
αιτιατική | την | κολοκυθόσουπα | τις | κολοκυθόσουπες |
κλητική | κολοκυθόσουπα | κολοκυθόσουπες | ||
Στα σύνθετα, η δύσχρηστη γενική πληθυντικού που θα έληγε σε -ών (όπως στην κλίση «θάλασσα») τείνει να κρατάει σταθερό τον τόνο (όπως στην κλίση «αρθρίτιδα») | ||||
Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κολοκυθόσουπα < κολοκύθ(ι) + -ό- + -σουπα
Ουσιαστικό
επεξεργασίακολοκυθόσουπα θηλυκό
- (γαστρονομία) σούπα με κυρίαρχο στοιχείο κολοκύθια
Μεταφράσεις
επεξεργασία κολοκυθόσουπα
|