↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κολοκυθόσουπα οι κολοκυθόσουπες
      γενική της κολοκυθόσουπας
    αιτιατική την κολοκυθόσουπα τις κολοκυθόσουπες
     κλητική κολοκυθόσουπα κολοκυθόσουπες
Στα σύνθετα, η δύσχρηστη γενική πληθυντικού
που θα έληγε σε -ών (όπως στην κλίση «θάλασσα»)
τείνει να κρατάει σταθερό τον τόνο (όπως στην κλίση «αρθρίτιδα»)
Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
ένα πιάτο κολοκυθόσουπα

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κολοκυθόσουπα < κολοκύθ(ι) + -ό- + -σουπα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κολοκυθόσουπα θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία