Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κολεγιόπαιδο τα κολεγιόπαιδα
      γενική του κολεγιόπαιδου των κολεγιόπαιδων
    αιτιατική το κολεγιόπαιδο τα κολεγιόπαιδα
     κλητική κολεγιόπαιδο κολεγιόπαιδα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κολεγιόπαιδο < κολέγιο + παιδί

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κολεγιόπαιδο ουδέτερο

  1. παιδί που φοιτά σε κολέγιο
  2. (ειρωνικά) παιδί από εύπορη οικογένεια που μεγαλώνει με όλες τις ανέσεις

  Μεταφράσεις επεξεργασία