κοκότα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κοκότα | οι | κοκότες |
γενική | της | κοκότας | — | |
αιτιατική | την | κοκότα | τις | κοκότες |
κλητική | κοκότα | κοκότες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κοκότα < (λόγιο δάνειο) γαλλική cocotte[1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίακοκότα θηλυκό
- πιο ελαφριά έκφραση για την πόρνη
Μεταφράσεις
επεξεργασία- ↑ κοκότα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας